Στην ατομική θεραπεία ο θεραπευόμενος συνευρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με το θεραπευτή. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, ο θεραπευόμενος έχει τη δυνατότητα να μιλήσει σε έναν καταρτισμένο επαγγελματία που θα τον ακούσει με ενσυναίσθηση, ζεστασιά, ενδιαφέρον και μη επικριτική διάθεση. Η σχέση που αναπτύσσεται στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, στην αποδοχή και την εχεμύθεια.
Ο θεραπευόμενος εστιάζει σε θέματα που τον απασχολούν και με τη βοήθεια του θεραπευτή εντοπίζει προσωπικές δυσκολίες και εμπλοκές, αλλά και κρυμμένες δυνάμεις του εαυτού του. Μαθαίνει να αναγνωρίζει τα συναισθήματα του και να τα εκφράζει, καθώς επίσης διερευνά εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης των θεμάτων που τον αφορούν.
Οι άνθρωποι που συχνά απευθύνονται σε μένα για ατομική θεραπεία έρχονται με διάφορα αιτήματα. Κάποιοι αντιμετωπίζουν προβλήματα με τα παιδιά τους ή τους συντρόφους τους, προβλήματα ψυχολογικών διαταραχών, συναισθήματα μοναξιάς – θλίψης – αποτυχίας – άγχους και έντασης, τραυματικές εμπειρίες από το παρελθόν, όπως ασθένεια – πένθος – χωρισμός με σοβαρές συναισθηματικές συνέπειες, δυσκολία διαχείρισης της καθημερινότητας, προβλήματα λόγω κακοποίησης (σωματικής, συναισθηματικής και/ή σεξουαλικής), προβλήματα προσαρμογής στο σχολείο, στο χώρο δουλειάς (δυσκολίες με συνεργάτες, μειωμένη απόδοση κ.λπ.), αιτήματα εσωτερικής ανάγκης για αυτογνωσία, προσωπικής ανάπτυξης και βελτίωσης εαυτού και, γενικότερα, σε κάθε είδους αλλαγές που συμβαίνουν στη ζωή τους.Είναι σημαντικό ο θεραπευτής να δίνει μεγάλη προσοχή και να αξιολογεί προσεκτικά τους στόχους του πελάτη, καθώς και τις αλλαγές σε αυτούς τους στόχους κατά την πορεία της θεραπείας. Καθώς προχωρά η θεραπεία, οι στόχοι μπορεί να εξελιχθούν, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ακόμα και μετά την εξαφάνιση των συμπτωμάτων, ο θεραπευόμενος νιώθει την ανάγκη να συνεχίσει τη θεραπεία.
Ο στόχος της ατομικής θεραπείας είναι, πρωταρχικά, ο θεραπευόμενος να απαλλαγεί από την καταπόνηση και τη δυσφορία του. Να κατανοήσει την πολυπλοκότητα και συνθετότητα των δυσκολιών του, να μάθει να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του και να τα εκφράζει και, μέσα από τη διαδικασία -με τη βοήθεια του θεραπευτή- να αρχίσει να κινητοποιεί τις δυνάμεις του, τις διαθέσιμες πηγές υποστήριξης και να βρει τις δικές του λύσεις και τη δική του διέξοδο στα θέματα που τον αφορούν.