Τα Ανέκφραστα Συναισθήματα Αποθηκεύονται Κάπου Ως Ψυχική Ενέργεια| Έκφραση Ψυχής | Χώρος Συμβουλευτικής & Ψυχοθεραπείας

Τα Ανέκφραστα Συναισθήματα Αποθηκεύονται Κάπου Ως Ψυχική Ενέργεια| Έκφραση Ψυχής | Χώρος Συμβουλευτικής & Ψυχοθεραπείας

“Τι μας συμβαίνει όταν κλαίμε; τι κάνουμε όταν οι θεραπευόμενοι ξεσπάνε σε κλάματα;”

Το τεύχος Μαΐου/Ιουνίου 2012 του περιοδικού  Psychotherapy Networker είναι αφιερωμένο στη σημασία του συναισθήματος στην ψυχοθεραπεία. Οι  J.Efran και M.Greene στο άρθρο τους με τίτλο «Γιατί κλαίμε.

Ένας οδηγός για θεραπευτές» (“Why we cry. A Clinician’s guide”) θίγουν κάποια ενδιαφέροντα σημεία σχετικά με τι μας συμβαίνει όταν κλαίμε, τα οποία θα προσπαθήσω να συνοψίσω σε μια δυο παραγράφους για όσους δεν έχουν πρόσβαση στο περιοδικό ή δεν διαβάζουν αγγλικά.

Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι ήδη από την εποχή του Φρόυντ και την σημαντικότητα που έδωσε στην διαδικασία της συναισθηματικής κάθαρσης, το κυρίαρχο μοντέλο είναι αυτό που ονομάζει «ο ατμός στο τσαγερό» (steam kettle model) ή σε ελεύθερη ελληνική απόδοση της «κατσαρόλας που βράζει».

Σύμφωνα με αυτή την θεωρία, τα συναισθήματα όταν δεν εκφράζονται, κάπου αποθηκεύονται ως ψυχική ενέργεια

και όταν η ψυχική πίεση που ασκούν υπερβαίνει κάποιο όριο, έχουν ανάγκη κάπως να εκτονωθούν – όπως μια χύτρα ταχύτητος που κάποια στιγμή πρέπει να ανοίξεις τη βαλβίδα για να μην εκραγεί.

Πολλές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις και αντίστοιχες τεχνικές, όπως η ψυχανάλυση, το ψυχόδραμα, η θεραπεία Gestalt βασίζονται και διευκολύνουν την συναισθηματική εκτόνωση που είναι αναγκαία σύμφωνα με αυτό το μοντέλο για την ψυχική μας ισορροπία.

Στο μοντέλο αυτό αντιπαραβάλλεται η «θεωρία την δύο σταδίων για τα δάκρυα».

Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι «μιλώντας από άποψη φυσιολογίας, τα συναισθηματικά δάκρυα προκαλούνται όταν το σύστημα ενός προσώπου μεταβαίνει απότομα από τη δραστηριότητα του συμπαθητικού στη δραστηριότητα του παρασυμπαθητικού του συστήματος – δηλαδή από μια κατάσταση υψηλής έντασης σε μια κατάσταση εξισορρόπησης και ανάκαμψης» (σ.44).

Με απλά λόγια όταν κάποιος βιώνει κάτι πολύ επώδυνο, απειλητικό, στενάχωρο και στρεσσογόνο, βρίσκεται σε κατάσταση έντασης ώστε να το αντιμετωπίσει.

Τα δάκρυα μας έρχονται όταν νιώθουμε ότι μπορούμε πια να αφεθούμε  είτε γιατί είμαστε πια ασφαλείς είτε γιατί κάνουμε μια ανάπαυλα στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε την δύσκολη κατάσταση είτε γιατί παραιτούμαστε από αυτήν.

Οι συγγραφείς παραθέτουν αρκετά εύγλωττα σχετικά παραδείγματα : πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στο πένθος και πότε ξεσπάνε σε κλάματα, πόσο «κρατιόνται» τα μικρά παιδιά και πότε κλαίνε όταν έχουν πρόσκαιρα χάσει τους γονείς τους, πόσο «κρατιόμαστε» και πότε ξεσπάμε όταν ένα αγαπημένο μας πρόσωπο βρίσκεται σε κίνδυνο  (π.χ. στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση).

Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, τα δάκρυα είναι η ένδειξη – σε επίπεδο φυσιολογίας – που μαρτυρά ότι το πρόσωπο έχει μπει σε μια διεργασία εξισορρόπησης και ανάκαμψης σε σχέση με την προηγούμενη συναισθηματική ένταση που βρισκόταν.

Ως εκ τούτου, όταν ένας/ μια  θεραπευόμενος / η ξεσπάει σε κλάματα σε μια συνεδρία  υπάρχουν κάποια πράγματα που οι θεραπευτές πρέπει και δεν πρέπει να κάνουν:

  •  Εφόσον είναι μια διαδικασία φυσιολογικής εξισορρόπησης, χρειάζεται να την αφήσουμε να εξελιχθεί.
  •   Δεν χρειάζεται να κατακλύσουμε τον άνθρωπο που κλαίει με παρηγορητικά σχόλια και αγκαλιές, ούτε με βαθυστόχαστες ερμηνείες και «εύστοχες» ερωτήσεις.
  •  Χρειάζεται να επιβραδύνουμε την διεργασία και να δώσουμε τον χρόνο στον θεραπευόμενο να βιώσει όλη αυτή τη φυσιολογική διαδικασία, δίνοντας του την ασφάλεια ότι αντέχουμε  να εμπεριέξουμε τα έντονα συναισθήματα.
  •  Όταν η θεραπευόμενη κλαίει δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να είμαστε παρόντες και συντονισμένοι με τη συναισθηματική διεργασία που είναι σε εξέλιξη.
  • Δεν χρειάζεται ούτε να παρηγορήσουμε, ούτε να καθησυχάσουμε, ούτε βέβαια να πούμε κάτι του τύπου «δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνεις έτσι»
  • Μπορεί να είναι βοηθητικό ωστόσο κάποια στιγμή – όταν το κλάμα καταλαγιάσει – να ρωτήσουμε  « ποια σκέψη σε βοήθησε να κλάψεις;». Η ερώτηση αυτή μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω δάκρυα αλλά και να αναδείξει νέες πτυχές της εμπειρίας του θεραπευόμενου.

Τέλος, οι συγγραφείς μας υπενθυμίζουν ότι παρότι όταν ένας άνθρωπος ξεσπά σε κλάματα μπορεί να μας φαίνεται ότι δεν θα σταματήσει ποτέ, η διαδικασία αυτή δεν κρατά περισσότερο από κάποια λεπτά και αποκλιμακώνεται φυσιολογικά.

Efran J. & Greene M. (2012) Why we Cry. A Clinician Guide. Psychotherapy Networker, May/June 2012, pp. 43-48,60

christosziouvas.gr