Διαζύγιο: Ούτε Μαζί Σου Ούτε Χωρίς Εσένα | Συμβουλευτική & ΨυχοΘεραπεία

Διαζύγιο: Ούτε Μαζί Σου Ούτε Χωρίς Εσένα | Συμβουλευτική & ΨυχοΘεραπεία

Ούτε μαζί σου ούτε χωρίς εσένα

Χρόνο με το χρόνο αυξάνεται το ποσοστό των διαζυγίων, όλο και πιο συχνά, όλο και πιο γρήγορα όλο και πιο «φυσικά» οι άνθρωποι λένε το «όχι» αφού πρώτα έχουν πει το «ναι» με ή χωρίς δισταγμούς κι αμφιβολίες.

Θεολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι είναι ανήσυχοι μπροστά σ’ αυτό το φαινόμενο και τις πιθανές επιπτώσεις του στα ήθη, τις κοινωνικές αξίες, την ψυχική υγεία των ανθρώπων που ζουν και μεγαλώνουν μέσα σ’ αυτό.

Παράλληλα με την αύξηση των διαζυγίων παρατηρείται όμως και ένα άλλο φαινόμενο.

Είναι τα ζευγάρια που ενώ η σχέση τους είναι τελειωμένη και -δείχνουν να- έχουν παραιτηθεί από την προσπάθεια να την σώσουν, δεν χωρίζουν, εξακολουθούν να μένουν μαζί.

Κι αν αυτό σε άλλες εποχές ήταν κάτι που συνέβαινε και έμεναν ανδρόγυνα μαζί που δεν είχαν τίποτε να πουν ο ένας στον άλλο και τίποτε να μοιραστούν εκτός από την φροντίδα για τα παιδιά τους, το σπίτι ή την περιουσία τους, κανείς δεν το έβρισκε κάτι περισσότερο από λυπηρό γιατί έστω αυτά τα λίγα ήταν επαρκείς λόγοι για να παραμένουν παντρεμένοι δυο άνθρωποι αποξενωμένοι μεταξύ τους.

Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει προ πολλού.

Κανείς δεν θέλει πια και δεν αναγνωρίζει το γάμο από ανάγκη.

Ο γάμος πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι συναισθηματικό στήριγμα, το ζευγάρι να αγαπιέται, να αλληλοστηρίζεται, να είναι κοντά, να διατηρεί τον έρωτα του.

Οι περισσότερες γυναίκες πια δουλεύουν και είναι οικονομικά λιγότερο ή περισσότερο ανεξάρτητες ή έστω θα μπορούσαν να δουλέψουν και προτιμούν πολύ συχνά να υποστούν τις μεγάλες δυσκολίες (οικονομικές, κοινωνικές, επαγγελματικές, ψυχολογικές) που έπονται ενός διαζυγίου από το να παραμένουν σ’ ένα γάμο που δεν τις καλύπτει πια συναισθηματικά.

Κι όμως παρόλο που δεν είναι ούτε οικονομικοί λόγοι, ούτε ηθικές αναστολές ούτε καν τα παιδιά που τους κρατούν μαζί, κάποια ζευγάρια παραμένουν μαζί ενώ δεν έχουν τίποτα να πουν ο ένας στον άλλο.

Κι ενώ απ’ τη μια αισθάνονται μέσα τους επείγουσα την ανάγκη να ξεφύγουν απ’ αυτό το θλιβερό απομεινάρι της σχέσης τους, από την άλλη δεν καταφέρνουν να κάνουν το αποφασιστικό βήμα.

Όμως ποιος θα μπορούσε να αξιολογήσει αν το βάρος ενός διαζυγίου είναι πιο εύκολο να «σηκωθεί» από το –γνώριμο- βάρος μιας σχέσης, έστω προβληματικής, έστω στάσιμης και αποτυχημένης;

Επειδή δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, δεν έχουν ούτε τις ίδιες ανάγκες ούτε την ίδια αντοχή και ανεκτικότητα, γι’ αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο να πει κανείς πότε μια σχέση αρχίζει πια να γίνεται επιζήμια για αυτούς που την απαρτίζουν ώστε να απειλείται η ψυχική τους υγεία και ηρεμία. Θα μπορούσαμε ίσως ενδεικτικά να πούμε ότι συμβαίνει αυτό όταν:

-Βασικές ανάγκες όπωςγια παράδειγμα τρυφερότητα, εγγύτητα,συναισθηματικήθαλπωρή, αφοσίωση, επικοινωνία, αλληλοβοήθεια, σεξουαλικότητα) παραμένουν επί χρόνιαανικανοποίητες

-υπάρχει αρνητική κλιμάκωση της κατάστασης και κακή συναισθηματική ατμόσφαιρα απογοήτευσης και παραίτησης χωρίς χαρά ή ευχαρίστηση

-χρόνιες συγκρούσεις και εντάσεις έχουν εξαντλήσει τον ένα ή και τους δύο συζύγους, εμφανίζονται ψυχολογικά προβλήματα, κατάθλιψη, ψυχοσωματικές παθήσεις

-έχει μειωθεί η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση του ενός συζύγου, αισθάνεται όλο και πιο άχρηστος, ανεπαρκής, ανίκανος και αμφιβάλλει για την ικανότητα του να ανταπεξέλεθει στη ζωή του

-ένας σύζυγος αισθάνεται διαρκώς πολύ μόνος

-επικρατεί διαρκής «πόλεμος» και κλίμα επιθετικότητας και η επικοινωνία περιορίζεται σε αλληλοκατηγορίες και χτυπήματα «κάτω απ’ τη μέση»

-υπάρχει πρόβλημα επικοινωνίας, κανείς δεν είναι πια σε θέση να ακούει και να καταλαβαίνει τον άλλο

Αυτά είναι χαρακτηριστικά διαλυμένων σχέσεων που βέβαια δεν παρουσιάζονται όλα ταυτόχρονα και σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση σχέσης.

Παρόλα αυτά κυρίαρχη είναι η αίσθηση ότι η σχέση αυτή «μας διαλύει και μας κρατάει φυλακισμένους».

Τι είδους μπορεί να είναι αυτά τα αόρατα δεσμά που πραγματικά δένουν μαζί δυο ανθρώπους που στην ουσία δεν αντέχουν ο ένας τον άλλο;

Αρκετά χαρακτηριστικό είναι ότι δεν υποφέρουν και οι δυο σύζυγοι το ίδιο.

Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι κυρίως ο ένας απ’ τους δύο που αισθάνεται περισσότερο μόνος, κουρασμένος και απελπισμένος απ’ τη σχέση και το εκφράζει.

Σπανιότερα συμβαίνει να αισθάνονται και οι δύο με την ίδια ένταση το αδιέξοδο της σχέσης τους αλλά όμως νιώθουν ανίκανοι να αποδεσμευτούν απ’ αυτή και να χωρίσουν.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο τρόπος που συνδεόμαστε με τον σύντροφο μας έχει τις ρίζες του –σ’ αυτό συμφωνούν οι περισσότεροι ειδικοί- στην πρώτη σημαντική σχέση της ζωής μας, τη σχέση με τους γονείς μας.

Ας πούμε ότι η σχέση αυτή λειτουργεί κάπως σαν «οδηγός» βάσει του οποίου διαμορφώνουμε τις σχέσεις της ζωής μας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε την δυνατότητα να αλλάξουμε πολλά πράγματα σ’ αυτό, ανάλογα βέβαια με το πόσο ελεύθερα είμαστε σε θέση να χρησιμοποιούμε τον «οδηγό» που διαθέτουμε.

Στη σχέση αυτή υπάρχουν κάποια στοιχεία που μπορεί να έχουν πολύ αρνητικές επιδράσεις πάνω στον τρόπο που βιώνουμε εμείς αργότερα τις δικές μας συντροφικές σχέσεις.

Όταν οι σχέση με τους γονείς χαρακτηρίζεται από:

-έλλειψη σταθερότητας και ασφάλειας (παιδιά που έχουν παραμεληθεί, κακοποιηθεί, εγκαταλειφθεί ή βιώσει πρόωρη απώλεια των γονιών),

-έλλειψη αυτονομίας και εξάρτηση («τη μαμά σου δεν θα την εγκαταλείψεις ποτέ» ή «να θυμάσαι ότι οι γονείς σου θα είναι πάντα η πραγματική σου οικογένεια» ),

-από ενοχές («εγώ έδωσα τα πάντα για σένα κι εσύ;»),

-υπερβολική αυταρχικότητα και εκφοβισμό («σ’ αυτό το σπίτι διατάζω εγώ και όποιος δεν θέλει να συμμορφωθεί θα υποστεί τις συνέπειες»),

τότε είναι πολύ πιθανό και η συζυγική σχέση να χτιστεί με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά.

Όποιος κουβαλάει μια τέτοια κληρονομιά (συχνά συμβαίνει να κουβαλούν και οι δύο σύζυγοι τέτοια στοιχεία) δυσκολεύεται να φύγει από μία σχέση ακόμη κι αν αυτή είναι στην πραγματικότητα τελειωμένη.

Στην προοπτική του χωρισμού «παίζεται» μέσα του η γνώριμη ταινία της ανασφάλειας, της εξάρτησης, των ενοχών, του φόβου, του «χωρίς εσένα δεν είμαι τίποτα».

Μαζί με μια τέτοια κληρονομιά μπορεί να συνυπάρχουν βέβαια και άλλα χαρακτηριστικά που κάνουν δύσκολη την απόφαση ενός χωρισμού όπως: συντηρητικές πεποιθήσεις για την οικογένεια, αμφιβολίες για το αν τα πράγματα είναι πράγματι τόσο άσχημα, ελπίδα ότι «μπορεί τελικά να τα βρούμε», η προσδοκία αυτού που νιώθει αδικημένος ότι κάποια στιγμή μπορεί να δικαιωθεί, η αντίληψη ότι διαζύγιο σημαίνει μέγιστη προσωπική αποτυχία αλλά βέβαια και οικονομικά προβλήματα, οι ανησυχίες για τα παιδιά, ο φόβος της μοναξιάς.

Όλα αυτά δεν είναι καθόλου αμελητέα και αποτελούν, το καθένα από μόνο του, πολύ σοβαρό λόγο για να προσπαθεί ένα ζευγάρι να σώσει το γάμο του.

Δεν αρκούν όμως για να δικαιολογήσουν την διατήρηση ενός γάμου που έχει γίνει προ πολλού πηγή δυστυχίας για το ζευγάρι (και κατά συνέπεια για τα παιδιά, αν υπάρχουν) που δεν βρίσκει κανένα τρόπο πια να βελτιώσει την κατάσταση.

Υπάρχει τρόπος να οδηγηθεί τελικά μία τέτοια σχέση σε μία «λύση», ένα χωρισμό δηλαδή που να μην ισοδυναμεί με την καταστροφή των συζύγων;

Η «κληρονομιά», όπως περιγράφηκε παραπάνω κάνει σίγουρα τα πράγματα ιδιαίτερα δύσκολα.

Γι’ αυτό το πιο αναγκαίο και σημαντικό βήμα είναι να αποκρυσταλλωθεί τουλάχιστον στον έναν απ’ τους δύο αληθινή επιθυμία να φύγει απ’ τη σχέση.

Πολλές φορές σε τέτοια ζευγάρια υπάρχει διάχυτη επί χρόνια η απειλή «χωρίζουμε» αλλά κανένας απ’ τους δυο δεν έχει αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο αυτό σαν μία δυνατότητα που θα μπορούσε να πραγματικά να επιδιώξει (ακόμη και αν έχουν υπάρξει προσωρινοί χωρισμοί, συμβαίνει συχνά ο σκοπός να μην ήταν ο χωρισμός αλλά η τιμωρία και η μεταμέλεια του άλλου και η επανασύνδεση).

Σημαντικό είναι επίσης, αυτός που παίρνει την απόφαση να κλείσει, έστω προσωρινά, ειρήνη με τον εαυτό του.

Να του αναγνωρίσει την δυσκολία του να τελειώσει τη σχέση αυτή προσπαθώντας να αποφύγει τις αυτοκατηγορίες π. χ. «είμαι άχρηστη και ανίκανη που δεν μπορώ να βάλω ένα τέλος».

Στην προσπάθεια να αποδεσμευτεί κάποιος από μία τέτοια σχέση, χρειάζεται συμμάχους, φίλους, γνωστούς ή συγγενείς που μπορούν να παρηγορήσουν, να ενθαρρύνουν και να συμπαρασταθούν σε περιόδους απόγνωσης.

Χρειάζεται επίσης ένα δεύτερο στήριγμα που να λειτουργεί αντισταθμιστικά στην απώλεια της σχέσης.

Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι η δουλειά, μία εθελοντική δραστηριότητα, μια αγαπημένη ασχολία, κάποια εκπαίδευση, ένας τομέας εκτός γάμου δηλαδή, που να προσφέρει, έστω λίγο, ικανοποίηση, ευχαρίστηση και την αίσθηση της προσωπικής επιτυχίας.

Ένας τρόπος για να απαλύνει κανείς το φόβο μπροστά στο χωρισμό είναι ο χωρισμός «σε δόσεις», η δοκιμή δηλαδή της απόστασης χωρίς έχει γίνει η τελική ρήξη.

Είναι πιο δύσκολο να φανταστεί κανείς τον εαυτό του χωρίς τον άλλο αν δεν έχει περάσει ποτέ έστω και μια μέρα μόνος αφότου παντρεύτηκε.

Μικρές «αποδράσεις», σ’ ένα φίλο ή μια φίλη, στις διακοπές, βοηθούν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να απαγκιστρωθεί κανείς από τη σχέση, να μείνει για λίγο χωρίς τον άλλο.

Σε αρκετές περιπτώσεις η θεραπεία, ατομική ή ζεύγους βοηθάει να ξεκαθαρίσουν περισσότερο τα πράγματα και δίνει την ευκαιρία να γίνουν τα πρώτα βήματα της αποδέσμευσης.

Ένα διαζύγιο είναι μία από τις πιο δύσκολες και επώδυνες εμπειρίες που μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος στη ζωή του και σίγουρα η πρώτη προτεραιότητα για τον καθένα που εμπλέκεται στις δυσκολίες ενός γάμου είναι να διαφυλάξει τη σχέση.

Δεν είναι όμως αποτυχία κανενός ένα διαζύγιο που βοηθάει δυο ανθρώπους να βάλουν τέλος σε μια κοινή πορεία γεμάτη απογοήτευση, θλίψη, θυμό και δυστυχία.

mypsychologist.gr/stories.avvo.com

Μαρία Κορακά
Ψυχολόγος – ΨυχοΘεραπεύτρια | Κοινωνική Λειτουργός | Θεραπεύτρια Ζευγαριού & Οικογένειας
Ιδρύτρια Έκφραση Ψυχής – Χώρος Συμβουλευτικής & Ψυχοθεραπείας για Ενήλικες & Εφήβους
Βουραϊκού 2 (Πελεκανέικα) – Πάτρα
Τηλέφωνο Επικοινωνίας : 6974 349 109